- περιβλαστάνω
- περι-βλαστάνω, ringsum keimen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιβλαστάνω — ΝΑ φυτρώνω γύρω από κάτι, φύομαι ολόγυρα (α. «αν τής δικαιοσύνης / περιβλαστῇ το σκήπτρον», Κάλβ. β. «ῥίζας αἱ κύκλῳ νεμόμεναι και περιβλαστάνουσαι κάμπτουσι...», Πλούτ.) … Dictionary of Greek